- βαμβακοκομία
- ηη συστηματική καλλιέργεια του μπαμπακιού σύμφωνα με επιστημονικές μεθόδους.[ΕΤΥΜΟΛ. < βάμβαξ (-άκι) + -κομία < -κόμος < κομώ «φροντίζω, περιποιούμαι». Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ι. Σκαλτσούνη].
Dictionary of Greek. 2013.